Oυρολοίμωξη

ουρολοίμωξη παθολόγος λοιμωξιολόγος χατζηγεωργίου δημήτριος αθήνα

Η ουρολοιμώξη είναι μία από τις συχνότερες αιτίες που οδηγεί μία γυναίκα στον γιατρό. Περίπου 1 στις 3 γυναίκες, ηλικίας 20-40 ετών, παθαίνουν ουρολοίμωξη. Οι περισσότερες από αυτές είναι νεαρές γυναίκες που κατά τα άλλα είναι απόλυτα υγιείς και έχουν φυσιολογικό ουροποιητικό σύστημα. Οι ουρολοιμώξεις στις περιπτώσεις αυτές θεωρούνται σαν μη-επιπεπλεγμένες λοιμώξεις και θεραπεύονται εύκολα με απλές και σύντομες θεραπείες με αντιβιοτικά από το στόμα. Όταν όμως συνυπάρχουν άλλα προβλήματα όπως, λιθίαση στο ουροποιητικό, παθήσεις του γεννητικού συστήματος, κλπ., τότε τις περισσότερες φορές χρειάζεται νοσηλεία στο νοσοκομείο και θεραπεία με ενδοφλέβια αντιβιοτικά.

Τι είναι ουρολοίμωξη;

Ουρολοίμωξη είναι η λοίμωξη οποιουδήποτε τμήματος του ουροποιητικού συστήματος με κάποιον μικροοργανισμό. Συνήθως η λοίμωξη αφορά την ουροδόχο κύστη (κυστίτιδα) ή έναν από τους δύο νεφρούς (πυελονεφρίτιδα). Η διαφορά ανάμεσα στις δύο είναι ότι η πυελονεφρίτιδα είναι βαρειά λοίμωξη που συνοδεύεται πάντοτε από τον πυρετό. Σε αντίθεση η κυστίτιδα, ταλαιπωρεί την γυναίκα, αλλά πολύ σπάνια συνοδεύεται από σοβαρές επιπλοκές. Αν και τα ούρα περιέχουν διάφορα υγρά του σώματος, “άχρηστες” ουσίες του μεταβολισμού και διάφορα άλατα, συνήθως είναι στείρα, δηλαδή δεν περιέχουν μικρόβια. Όταν τα μικρόβια διεισδύσουν με κάποιο τρόπο μέσα στην κύστη ή τον νεφρό, πολλαπλασιάζονται μέσα στα ούρα και έτσι δημιουργείται η ουρολοίμωξη.

Τι προκαλεί τις ουρολοιμώξεις;

Υπεύθυνος για τις ουρολοιμώξεις τις περισσότερες φορές είναι ένας μικροοργανισμός που ονομάζεται Escherichia coli (E. coli), ένα μικρόβιο δηλαδή που βρίσκεται στο γαστρεντερικό σωλήνα (έντερο) και στο δέρμα γύρω από τον πρωκτό. Άλλοι μικροοργανισμοί που προκαλούν ουρολοιμώξεις είναι οι Staphylococcus saprophyticus, Proteus mirabilis και Enterococcus faecalis. Τα μικρόβια αυτά μπορούν να μεταναστεύσουν από την περιοχή του πρωκτού και κατά μήκος του περινέου να φθάσουν στο γεννητικό σύστημα και το στόμιο της ουρήθρας. Από εκεί ο δρόμος για να φθάσουν μέχρι την κύστη είναι πολύ εύκολος, αφού η ουρήθρα στην γυναίκα είναι πολύ μικρή σε μήκος. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί τα μικρόβια να προκαλέσουν μόνο λοίμωξη της ουρήθρας (ουρηθρίτιδα). Όταν τα μικρόβια από την κύστη ανεβούν σε κάποιον από τους νεφρούς, τότε προκαλείται η πυελονεφρίτιδα που είναι πιο σοβαρή λοίμωξη. Οι ουρολοιμώξεις δεν ανήκουν στις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες.

Πώς μία γυναίκα παθαίνει ουρολοίμωξη;

Η πρώτη εμφάνιση κυστίτιδας στις νεαρές γυναίκες συμβαίνει συνήθως κατά την περίοδο που αρχίζει η σεξουαλική δραστηριότητα. Κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης τα βακτηρίδια που φυσιολογικά υπάρχουν στον κόλπο της γυναίκας, μεταφέρονται στην ουρήθρα. Από εκεί εύκολα φθάνουν μέχρι την ουροδόχο κύστη όπου όταν πολλαπλασιαστούν προκαλούν φλεγμονή (κυστίτιδα). Στην εμφάνισή της συμβάλλουν επίσης και οι μικροσκοπικοί τραυματισμοί που συμβαίνουν στους μαλακούς ιστούς της γεννητικής περιοχής κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλες οι κυστίτιδες σχετίζονται με την σεξουαλική δραστηριότητα. Υπάρχουν αρκετές νεαρές κοπέλες που εμφανίζουν ουρολοίμωξη πριν την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας καθώς και αρκετές γυναίκες που έχοντας ήδη αρχίσει την σεξουαλική τους ζωή, εμφανίζουν ουρολοιμώξεις που δεν σχετίζονται με την σεξουαλική πράξη. Σε τέτοιες περιπτώσεις πιθανότατα η κυστίτιδα δημιουργείται και πάλι από την “αυτόματη” μετανάστευση μικροοργανισμών από τον κόλπο προς την κύστη, μέσω της ουρήθρας.

Οι γυναίκες που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κυστίτιδας αλλά και πυελονεφρίτιδας. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, το σώμα του εμβρύου που βρίσκεται μέσα στην μήτρα πιέζει την ουροδόχο κύστη και δεν την αφήνει να αδειάζει τελείως κατά την ούρηση. Έτσι μέσα στην κύστη παραμένει μία ποσότητα ούρων, η οποία αποτελεί άριστο θρεπτικό υλικό για την ανάπτυξη μικροβίων και την εμφάνιση ουρολοιμώξεως. Η εμφάνιση ουρολοίμωξης κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης βάζει σε κίνδυνο και το έμβρυο και μπορεί να προκαλέσει πρόωρο τοκετό. Ο γιατρός σας θα πρέπει να σας συστήσει να κάνετε συχνές εξετάσεις ούρων και όταν χρειαστεί να σας συστήσει αντιβιοτική αγωγή λαμβάνοντας υπ`όψιν τον μήνα της εγκυμοσύνης και τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα φάρμακα στο έμβρυο.

Εάν κάποια γυναίκα έχει σακχαρώδη διαβήτη, θα πρέπει να παίρνει την κατάλληλη θεραπεία αμέσως μόλις διαγνωσθεί ουρολοίμωξη. Οι ουρολοιμώξεις (πυελονεφρίτιδες) που συμβαίνουν σε διαβητικούς είναι αρκετά σοβαρές και μπορεί να βάλουν σε κίνδυνο την ζωή του αρρώστου.

Ορισμένες αντισυλληπτικές μέθοδοι όπως το διάφραγμα, οι σπερμοκτόνες ουσίες και η συχνή χρήση προφυλακτικών με επικάλυψη monoxynol-9, προδιαθέτουν επίσης στην εμφάνιση κυστίτιδας.

Ποιά είναι τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης;

Τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης είναι χαρακτηριστικά και έτσι σπάνια μπορεί να γίνει σύγχυση με άλλη ασθένεια. Οι πιο πολλές γυναίκες αισθάνονται ξαφνικά “κάψιμο” στην διάρκεια της ούρησης, “συχνουρία” (συχνή επίσκεψη στην τουαλέτα για ούρηση) και “έντονη τάση για ούρηση” ακόμα και όταν αποβάλλονται λίγες μόνο σταγόνες ούρων. Μερικές γυναίκες σηκώνονται αρκετές φορές την νύχτα για να ουρήσουν, ενώ μπορεί να αισθάνονται και πόνο στην μέση ή στο κατώτερο τμήμα της κοιλιάς.

Η όψη των ούρων μπορεί να είναι θολή, η οσμή των ούρων μπορεί να είναι έντονη και μερικές φορές μπορεί επίσης να παρατηρηθεί κόκκινο χρώμα εξαιτίας αιματουρίας. Εάν υπάρχει λοίμωξη των νεφρών (πυελονεφρίτιδα), τότε υπάρχει συνήθως υψηλός πυρετός με ρίγος, ναυτία, έμετος και πόνος στην μέση. Βέβαια δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν όλα τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν και υπάρχουν σπάνια μερικές περιπτώσεις όπου κανένα σύμπτωμα δεν υπάρχει και η ουρολοίμωξη ανακαλύπτεται τυχαία.

Πώς γίνεται η διάγνωση της ουρολοίμωξης;

Για να γίνει η διάγνωση της ουρολοίμωξης χρειάζεται να γίνει γενική εξέταση ούρων για πυοσφαίρια (λευκά αιμοσφαίρια) ή/και ερυθρά αιμοσφαίρια καθώς και άλλες παραμέτρους. Για να είναι αξιόπιστη η εξέταση των ούρων θα πρέπει να δοθούν από τον γιατρό σαφείς οδηγίες για το πως θα ληφθεί το δείγμα. Συνήθως χρειάζεται να έχει προηγηθεί πλύσιμο με σαπούνι της γεννητικής περιοχής, καλό ξέπλυμα με νερό και να γίνει συλλογή ενός δείγματος ούρων σε αποστειρωμένο φιαλίδιο. Καλό είναι να μην χρησιμοποιηθούν οι πρώτες σταγόνες ούρων, αλλά το δείγμα να ληφθεί από το μέσον της ούρησης.

Η εξέταση αυτή είναι απλά ενδεικτική για ουρολοίμωξη. Αν θέλει κανείς να έχει οριστική διάγνωση, θα πρέπει να κάνει καλλιέργεια ούρων ώστε να βρεθεί το συγκεκριμένο μικρόβιο που προκάλεσε την ουρολοίμωξη. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι απαραίτητο πάντοτε να γνωρίζει ο γιατρός το μικρόβιο για να συστήσει κάποια αντιβίωση. Τα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για τις ουρολοιμώξεις έχουν το κατάλληλο φάσμα για να καταπολεμήσουν τους μικροοργανισμούς που προκαλούν το μεγαλύτερο ποσοστό από τις κυστίτιδες ή τις πυελονεφρίτιδες.

Εάν παρουσιασθούν καινούργια συμπτώματα ουρολοιμώξεως λίγο χρόνο μετά την θεραπεία, συνήθως πρόκειται για μία καινούργια λοίμωξη. Μερικές φορές όμως, μπορεί να οφείλονται και σε υποτροπή της προηγούμενης λοίμωξης. Η συχνότερη αιτία υποτροπών είναι η μη τακτική λήψη της θεραπείας ή η διακοπή της πριν από την κανονική διάρκειά της. Εάν παίρνετε κανονικά την θεραπεία και παρ’ όλα αυτά η ουρολοίμωξη υποτροπιάζει, τότε μπορεί να υπάρχουν οι εξής καταστάσεις:

α) αντοχή των μικροβίων στα αντιβιοτικά που πήρατε,

β) λοίμωξη του νεφρού,

γ) νεφρολιθίαση,

δ) στένωση σε κάποιο σημείο του ουροποιητικού συστήματος,

ε) άλλη ανωμαλία του ουροποιητικού ή του γεννητικού συστήματος.

Στις περιπτώσεις που παρουσιάζονται πολλές υποτροπές ουρολοιμώξεων, είναι δυνατόν ο γιατρός σας να παραγγείλει κάποιες εξετάσεις για καλύτερο έλεγχο των νεφρών, των ουρητήρων και της πυέλου. Μερικές από τις εξετάσεις αυτές είναι: ενδοφλέβιος πυελογραφία και απεκκριτική κυστεογραφία, το υπερηχογράφημα νεφρών, ουρητήρων και κύστεως, κυστεοσκόπηση, το σπινθηρογράφημα νεφρών κλπ. Κάθε μία από αυτές τις εξετάσεις έχει τις ενδείξεις της και τους περιορισμούς της και χρησιμοποιούνται ανάλογα με την περίπτωση από τον γιατρό.

Πως γίνεται η θεραπεία της ουρολοίμωξης;

Με τα πρώτα συμπτώματα ερεθισμού της κύστεως, θα πρέπει μέχρι να δείτε τον γιατρό σας να λαμβάνετε άφθονα υγρά. Δεν είναι σωστό να παίρνετε αντιβιοτικά χωρίς την σύσταση του γιατρού. Μερικές γυναίκες νομίζοντας ότι έχουν κολπίτιδα παίρνουν κολπικά υπόθετα, αντιμυκητιασικά φάρμακα, κλπ, τα οποία όμως δεν βοηθούν στην θεραπεία της κυστίτιδας. Επίσης υπάρχει περίπτωση τα συμπτώματα να οφείλονται σε άλλες καταστάσεις όπως π.χ. έρπης απλός των γεννητικών οργάνων, ουρηθρίτιδα από γονόκοκκο ή χλαμύδια κλπ (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα), οπότε και η θεραπεία με τα συνήθη αντιβιοτικά σ αυτές τις περιπτώσεις δεν θα είναι δραστική.

Εάν έχετε ουρολοίμωξη, είναι δυνατόν ο γιατρός σας να σας συστήσει μία από τις παρακάτω θεραπείες:

α) Αντιβιοτικό σε μία μόνο δόση

β) Αντιβιοτικό για τρεις έως τέσσερεις ημέρες

γ) Αντιβιοτικό για περισσότερες ημέρες (7 – 14 ημέρες)

Μην ξεχνάτε να ενημερώνετε τον γιατρό σας για το αν είστε έγκυος, αν παίρνετε φάρμακα ή αν έχετε κάποιες άλλες παθήσεις. Οι θεραπείες (α) και (β) είναι δραστικές για τις μη επιπεπλεγμένες κυστίτιδες και τις ασυμπτωματικές ουρολοιμώξεις σε νεαρές γυναίκες σεξουαλικά δραστήριες και σε κορίτσια με φυσιολογικό ουροποιητικό σύστημα. Οι σύντομες αυτές θεραπείες έχουν το πλεονέκτημα να παρουσιάζουν λιγότερες παρενέργειες και λόγω της μικρής διάρκειας να γίνεται καλύτερη συμμόρφωση των ασθενών.

Η θεραπεία (γ) είναι ενδεδειγμένη για πιο σοβαρές ουρολοιμώξεις (π.χ. πυελονεφρίτιδες). Είναι βασικής σημασίας να υπακούετε στις οδηγίες του γιατρού σας και να μην τροποποιείτε τις δόσεις του αντιβιοτικού ή τις ώρες λήψεως. Σε περίπτωση που ξεχάσετε μία δόση αντιβιοτικού, θα πρέπει να το πάρετε το συντομότερο δυνατόν. Αν όμως ήδη έχει φθάσει η ώρα για την επόμενη δόση μην παίρνετε την διπλάσια δόση. Αν παρουσιασθούν επιπλοκές από την θεραπεία, όπως π.χ. μυκητιασική κολπίτιδα, εξανθήματα, κλπ., και πάλι θα πρέπει να συμβουλευθείτε τον γιατρό σας και να μην διακόψετε την θεραπεία από μόνη σας.

Τέλος υπάρχει περίπτωση ο γιατρός να συστήσει κάποια μορφή χρόνιας θεραπείας σε γυναίκες που παρουσιάζουν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, αλλά και κάποιες μορφές προφυλακτικής θεραπείας σε γυναίκες που παρουσιάζουν ουρολοιμώξεις που σχετίζονται με την σεξουαλική επαφή.